arcàta
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [arˈkata]
1 τοξωτή στοά
2 τοξωτό μακρύ κτίριο
3 τεχνική δοξαριού
4 τοξωτή μακριά γαλαρία
5 αψίδα
6 καμάρα
7 τόξο αρχιτεκτονικό
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [arˈkata]
1 τοξωτή στοά
2 τοξωτό μακρύ κτίριο
3 τεχνική δοξαριού
4 τοξωτή μακριά γαλαρία
5 αψίδα
6 καμάρα
7 τόξο αρχιτεκτονικό
permalink
arcata (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android