ItalianoGreco


ardèsia  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [arˈdɛzja]

1 σχιστόλιθος
2 πλάκα πλακόστρωσης
3 πλακόστρωση
4 πλακόστρωτος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z