ItalianoGreco


ària  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈarja]

ο αέρας


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


aria [θηλ.] condizionata = ο κλιματισμός || camera [θηλ.] d'aria = η σαμπρέλα || colpo [αρσ.] d'aria = η ριπή αέρος || tromba [θηλ.] d'aria = ο ανεμοστρόβιλος || vuoto [αρσ.] d'aria = το κενό αέρος



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---