ItalianoGreco


armaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [armaˈmento]

1 σκελετός (κτιρίου)
2 υπερδομή
3 εποικοδόμημα
4 ξάρτια
5 εξοπλισμός
6 οπλισμός
7 εξόπλιση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---