arpióne
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [arˈpjone]
1 μεντεσές
2 ρεζές πόρτας
3 τσιγκέλι
4 γάντζος
5 πολύ μεγάλο καρφί
6 γλώσσα ή μοχλός γραναζιού
7 πολύ πλατύ καρφί
8 αρπάγη
9 καμάκι (μεγάλο για φάλαινες)
10 διάταξη παρεμπόδισης αναστροφής
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [arˈpjone]
1 μεντεσές
2 ρεζές πόρτας
3 τσιγκέλι
4 γάντζος
5 πολύ μεγάλο καρφί
6 γλώσσα ή μοχλός γραναζιού
7 πολύ πλατύ καρφί
8 αρπάγη
9 καμάκι (μεγάλο για φάλαινες)
10 διάταξη παρεμπόδισης αναστροφής
permalink
arpione (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android