ItalianoGreco


arrischiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [arrisˈkjare]

1 ριψοκινδυνεύω
2 ρισκάρω

arrischiàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [arrisˈkjarsi]

1 τολμώ
2 ρισκάρω
3 διακινδυνεύω
4 επιχειρώ
5 ριψοκινδυνεύω
6 αποτολμώ


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---