ItalianoGreco


arrovesciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [arroveʃˈʃare]

1 αναποδογυρίζω
2 γυρίζω το μέσα έξω
3 ανατρέπω

arrovesciarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [arroveʃˈʃarsi]

1 πέφτω προς τα πίσω
2 ανασκουμπώνομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z