ItalianoGreco


artìstico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [arˈtistiko]

καλλιτεχνικός (-ή, -ό)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ginnastica [θηλ.] artistica = ρυθμική γυμναστική



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z