ItalianoGreco


asségno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [asˈseɲɲo]

η επιταγή


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


assegno [αρσ.] a vuoto = η ακάλυπτη επιταγή || libretto [αρσ.] degli assegni = το μπλοκ επιταγών



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---