ItalianoGreco


assètto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [asˈsɛtto]

1 τακτοποίηση
2 ρύθμιση
3 διαρρύθμιση
4 δομή
5 διάταξη
6 διευθέτηση
7 τάξη
8 ευπρέπεια
9 νοικοκύρεμα
10 ευταξία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---