associàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [assoˈʧare]
1 συνδυάζω
2 εκλέγω κάποιον ως μέλος
3 ενσωματώνω
4 συναναστρέφομαι
5 συνδέομαι
6 συνδέω
associàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [assoˈʧarsi]
1 συνεργάζομαι
2 συμμετέχω
3 συνεταιρίζομαι
4 συμμαχώ
5 συνδέομαι
6 ενώνομαι
7 ενσωματώνομαι
8 γίνομαι μέλος
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [assoˈʧare]
1 συνδυάζω
2 εκλέγω κάποιον ως μέλος
3 ενσωματώνω
4 συναναστρέφομαι
5 συνδέομαι
6 συνδέω
associàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [assoˈʧarsi]
1 συνεργάζομαι
2 συμμετέχω
3 συνεταιρίζομαι
4 συμμαχώ
5 συνδέομαι
6 ενώνομαι
7 ενσωματώνομαι
8 γίνομαι μέλος
permalink
associare (ρ. μτβ.)
associarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android