ItalianoGreco


assopiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [assopiˈmento]

1 υπνηλία
2 νυσταγμός
3 νύσταγμα
4 γλάρωμα
5 αποκάρωση
6 υπνάκος ελαφρύς
7 νύστα
8 αποκάρωμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---