ItalianoGreco


astànte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [asˈtante]

1 παθητικός θεατής
2 πελάτης σε αίθουσα δημοπρασιών (που κάνει προσφορές)

astànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [asˈtante]

1 παρών
2 παρευρισκόμενος μη ομιλών
3 παριστάμενος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z