àstio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈastjo]
1 μνησικακία
2 έχθρα
3 προσβολή
4 εχθρότητα
5 αίσθημα βαθύ κακεντρέχειας
6 φθόνος
7 κακία
8 μοχθηρία
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈastjo]
1 μνησικακία
2 έχθρα
3 προσβολή
4 εχθρότητα
5 αίσθημα βαθύ κακεντρέχειας
6 φθόνος
7 κακία
8 μοχθηρία
permalink
astio (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android