ItalianoGreco


attaccatìccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [attakkaˈtitʧo]

1 ανακατωσούρα και βρόμα
2 κολλημένο φαγητό

attaccatìccio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [attakkaˈtitʧo]

1 κολλώδης
2 κολλητός
3 βαρετός
4 κουραστικός
5 μεταδοτικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z