ItalianoGreco


attestazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [attestatˈtsjone]

1 ένδειξη
2 πειστήριο
3 τεκμήριο
4 πιστοποίηση
5 αποδεικτικό στοιχείο
6 σημάδι
7 κατάθεση
8 μαρτυρία
9 επιβεβαίωση
10 πιστοποιητικό
11 ένορκη κατάθεση
12 βεβαίωση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---