ItalianoGreco


attivàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [attiˈvare]

1 ξεκινώ
2 ιδρύω
3 στήνω κάτι για να λειτουργήσει
4 δραστηριοποιώ
5 ενεργοποιώ
6 κινητοποιώ


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---