autonomìa
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [awtonoˈmia]
1 χειραφέτηση
2 αυτοτέλεια
3 αυτάρκεια
4 διάρκεια
5 ακτίνα λειτουργίας χωρίς ανεφοδιασμό με καύσιμα
6 αυτοκυριαρχία
7 αυτοδιοίκηση
8 αυτονομία
9 αυτεξουσιότητα
10 ανεξαρτησία
11 αυτοκυβέρνηση
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [awtonoˈmia]
1 χειραφέτηση
2 αυτοτέλεια
3 αυτάρκεια
4 διάρκεια
5 ακτίνα λειτουργίας χωρίς ανεφοδιασμό με καύσιμα
6 αυτοκυριαρχία
7 αυτοδιοίκηση
8 αυτονομία
9 αυτεξουσιότητα
10 ανεξαρτησία
11 αυτοκυβέρνηση
permalink
autonomia (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android