ItalianoGreco


avariàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [avaˈrjato]

1 χαλασμένος
2 αλλοιωμένος
3 σκάρτος
4 σαραβαλιασμένος
5 κατεστραμμένος
6 βλαμμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---