ItalianoGreco


avvallaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [avvallaˈmento]

1 καθίζηση
2 κατολίσθηση
3 κατακάθι
4 κοιλότητα
5 βούλιαγμα
6 κατακρήμνιση
7 κατρακύλα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---