ItalianoGreco


avviliménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [avviliˈmento]

1 ταπείνωση
2 αποκάρδιωση
3 απελπισμός
4 αποθάρρυνση
5 απογοήτευση
6 εξευτελισμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---