ItalianoGreco


avvivàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [avviˈvare]

1 ζωογονώ
2 ζωντανεύω
3 εμψυχώνω
4 αναζωογονώ
5 δίνω κίνηση
6 εμφυσώ ζωή

avvivarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [avviˈvare]

1 ζωηρεύω
2 ζωντανεύω
3 ενθουσιάζομαι
4 γίνομαι ζωηρός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---