Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bàbbo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbabbo]

ο μπαμπάς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  babbeo babbuasso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

azzurrognolo (επίθ.)
babà (ουσ αρσ )
babau (ουσ αρσ )
babbeo (ουσ αρσ )
babbeo (επίθ.)
babbo (ουσ αρσ )
babbuasso (ουσ αρσ )
babbuccia (θηλ.ουσ)
babbuino (ουσ αρσ )
babele (θηλ.ουσ)
babelico (επίθ.)
babilonese (αρσ. επίθ και ουσ)
babilonia (θηλ.ουσ)
babordo (ουσ αρσ )
babysitteraggio (ουσ αρσ )
bacalare (ουσ αρσ )
bacare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
bacarsi (ρ. μ. αμτβ.)
bacca (θηλ.ουσ)
baccala (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---