bacìno
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [baˈʧino]
1 δεξαμενή
2 ντόκος
3 λεκανοπέδιο
4 κοιλότητα λεκάνης θηλαστικών
5 φιλάκι
6 νεροχύτης
7 νεφρική κοιλότητα ούρων
8 πύελος
9 λεκάνη (οστό)
10 αποβάθρα
11 γούρνα
12 λεκάνη
13 μπολ
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [baˈʧino]
1 δεξαμενή
2 ντόκος
3 λεκανοπέδιο
4 κοιλότητα λεκάνης θηλαστικών
5 φιλάκι
6 νεροχύτης
7 νεφρική κοιλότητα ούρων
8 πύελος
9 λεκάνη (οστό)
10 αποβάθρα
11 γούρνα
12 λεκάνη
13 μπολ
permalink
bacino (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android