ItalianoGreco


balìsta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [baˈlista]

1 καταπέλτης για οβίδες ή πέτρες
2 καταπέλτης
3 βαλλιστική μηχανή αρχαίων


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---