ItalianoGreco


bambòccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bamˈbɔtʧo]

1 βλάκας
2 κούκλα από κουρέλια
3 κοντόχοντρο παιδί
4 αδύνατο μωρό


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---