ItalianoGreco


bancàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [banˈkarjo]

1 υπάλληλος τράπεζας
2 τραπεζικός υπάλληλος

bancàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [banˈkarjo]

1 τραπεζιτικός
2 τραπεζικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---