ItalianoGreco


banderuòla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [bandeˈrwɔla]

1 φτερωτή
2 ανεμούριο
3 αποστάτης
4 σημαιούλα
5 προδότης
6 ανεμοδούρα
7 ανεμοδούρι
8 ανεμοδείκτης
9 φτερό (ανεμόμυλου)
10 πλατύ τμήμα φτερού
11 πτερύγιο ανεμιστήρα ή κινητήρα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---