ItalianoGreco


bàrca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbarka]

η βάρκα, η λέμβος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


barca [θηλ.] a motore = η βάρκα με μηχανή || barca [θηλ.] a remi = βάρκα με κουπιά || barca [θηλ.] a vela = το ιστιοπλοϊκό σκάφος



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---