ItalianoGreco


bardòtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [barˈdɔtto]

1 κάλφας
2 καλφόπουλο
3 μουλάρι από άλογο και γαὶδούρα
4 μαθητευόμενος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---