ItalianoGreco


bastoncèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bastonˈʧɛllo]

1 ραβδίο αμφιβληστροειδούς
2 φωτοευαίσθητο μόριο αμφιβληστροειδούς (ραβδίο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---