ItalianoGreco


beàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [beˈato]

μακάριος (-η, -ο), ευτυχισμένος (-η, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


beato te! = ποιός τη χάρη σου



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---