ItalianoGreco


bellézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [belˈlettsa]

η ομορφιά, η καλλονή


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


istituto [αρσ.] di bellezza = το ινστιτούτο ομορφιάς || salone [αρσ.] di bellezza = το σαλόνι ομορφιάς



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---