ItalianoGreco


beneficiàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [benefiˈʧato]

1 ευεργετημένος
2 πλεονεκτικός
3 δικαιούχος
4 στηριζόμενος σε άλλον
5 ευεργετηθείς


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---