ItalianoGreco


beóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [beˈone]

1 μπεκρούλιακας
2 μπεκρής
3 μεθύστακας
4 κρασοπατέρας
5 μέθυσος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---