bevitóre
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [beviˈtore]
1 μπεκρόμουτρο
2 μέθυσος
3 οινοπότης
4 οινόφλυξ
5 πότης
6 μεθύστακας
7 μέθυσος
8 πότης οινοπνευματωδών
9 μπεκρής
10 κρασοπατέρας
11 κρασοκανάτας
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [beviˈtore]
1 μπεκρόμουτρο
2 μέθυσος
3 οινοπότης
4 οινόφλυξ
5 πότης
6 μεθύστακας
7 μέθυσος
8 πότης οινοπνευματωδών
9 μπεκρής
10 κρασοπατέρας
11 κρασοκανάτας
permalink
bevitore (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android