ItalianoGreco


bicchière  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bikˈkjɛre]

το ποτήρι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


bicchiere [αρσ.] di carta = το χάρτινο ποτήρι || un bicchiere [αρσ.] di vino = ένα ποτήρι κρασί



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---