ItalianoGreco


bièco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈbjɛko]

1 σκυθρωπός
2 απειλητικός
3 δύστροπος
4 αλλήθωρος
5 κατσούφης
6 βλοσυρός
7 μοχθηρός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---