ItalianoGreco


bisessuàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,bisessuˈale]

1 ερμαφρόδιτος άνθρωπος
2 αμφισεξουαλικός άνθρωπος

bisessuàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,bisessuˈale]

1 αμφισεξουαλικός
2 ερμαφρόδιτος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---