ItalianoGreco


bistécca, bistècca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [bisˈtekka], [bisˈtɛkka]

1 η μπριζόλα
2 (hamburgher) το μπιφτέκι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


bistecca [θηλ.] al sangue = η μπριζόλα μισοψημένη || bistecca [θηλ.] ben cotta = η μπριζόλα καλοψημένη



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---