ItalianoGreco


bizzocco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bidˈdzɔkko]

1 θρησκόληπτος αγύρτης
2 θρησκομανής
3 καλόγερος φραγκισκανός
4 θρησκόληπτος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---