ItalianoGreco


bordèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [borˈdɛllo]

1 οίκος ανοχής
2 πορνείο
3 μπορντέλο
4 κωλοχανείο
5 μπουρδέλο
6 πορνοστάσιο
7 απατηλό σχήμα ή επιχείρηση
8 πατιρντί
9 τρελοκομείο
10 πορνόσπιτο
11 χαμαιτυπείο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---