ItalianoGreco


bòssolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbɔssolo]

1 κάλπη
2 θήκη (φυσιγγιών)
3 πυξίδα (κουτί)
4 κουτί των ζαριών
5 κουτί από ξύλο πύξου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---