ItalianoGreco


bottìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [botˈtino]

1 λάκκος απορριμμάτων
2 κούρσεμα
3 βόθρος
4 λάφυρο
5 πλιάτσικο
6 διαγούμισμα
7 λεία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---