bracciàle
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [bratˈʧale]
1 κόσμημα για το μπράτσο
2 ανέκφραστος φρουρός
3 βραχιόλι
4 ταινία του μπράτσου
5 περιβραχιόνιο
6 μπράτσο
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [bratˈʧale]
1 κόσμημα για το μπράτσο
2 ανέκφραστος φρουρός
3 βραχιόλι
4 ταινία του μπράτσου
5 περιβραχιόνιο
6 μπράτσο
permalink
bracciale (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android