ItalianoGreco


brànca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbranka]

1 νύχια αρπακτικού
2 σκάλα
3 πόδι ζώου με νύχια
4 σφίξιμο
5 σαγόνια (εργαλείου)
6 κλάδος
7 νύχι γαμψό ζώου
8 αρπάγη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---