brillìo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [brilˈlio]
1 απαύγασμα
2 σπινθηροβόλημα
3 ανταύγεια
4 αναλαμπή
5 αντιλάμπισμα
6 αστραποβόλημα
7 αίγλη
8 λάμψη
9 λαμποκόπημα
10 αιγλοβολία
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [brilˈlio]
1 απαύγασμα
2 σπινθηροβόλημα
3 ανταύγεια
4 αναλαμπή
5 αντιλάμπισμα
6 αστραποβόλημα
7 αίγλη
8 λάμψη
9 λαμποκόπημα
10 αιγλοβολία
permalink
brillio (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android