ItalianoGreco


bròcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbrɔkko]

1 δεύτερης ποιότητας παίκτης
2 παλιάλογο
3 βέργα
4 κομμάτι σε σχήμα βέργας
5 κέντρο στόχου
6 αδέξιος παίκτης (σπορ)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---