ItalianoGreco


brùma  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbruma]

1 κρύο
2 ομίχλη
3 χειμερινό ηλιοστάσιο
4 καρδιά του χειμώνα
5 μαλάκιο Teredo navalis που επικάθεται στις καρίνες των πλοίων


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---