ItalianoGreco


bùco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbuko]

η τρύπα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


buco [αρσ.] della serratura = η κλειδαρότρυπα || buco [αρσ.] nell'ozono = η τρύπα του όζοντος



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---